αντιλογια

αντιλογια
    ἀντιλογία
    ἀντι-λογία
    ἥ
    1) возражение, оспаривание, отрицание
    

(χρησμῶν Her.)

    ἐς ἀντιλογίαν τινί Thuc. — для того, чтобы возражать кому-л.

    2) внутреннее противоречие
    

(ἀντιλογίαν ἔχειν Arst.)

    3) спор, раздор
    

(ἀ. καὴ λοιδορία Dem.; ἀ. πρός τινα Xen.; ἀ. ἐν Σπάρτῃ γενομένη Plut.)

    4) защитительная речь
    

ἔχειν ἐν αὑτῷ ἀντιλογίαν Thuc. — иметь внутреннее оправдание


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αντιλογια" в других словарях:

  • ἀντιλογία — ἀντιλογίᾱ , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc/acc dual ἀντιλογίᾱ , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλογίᾳ — ἀντιλογίαι , ἀντιλογία contradiction fem nom/voc pl ἀντιλογίᾱͅ , ἀντιλογία contradiction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιλογία — Η αντίρρηση, η αυθάδεια, το αντιμίλημα, αλλά και η αντίφαση, η συζήτηση, η εξέταση μιας υπόθεσης. (Φιλοσ.) Ο νόμος της α. ή αντίφασης, μαζί με τον νόμο της ταυτολογίας και τον νόμο του αποκλειόμενου τρίτου, αποτελούν τους τρεις απλούς νόμους της… …   Dictionary of Greek

  • αντιλογία — η αντίρρηση, αντιμίλημα: Σ όσα του είπα ήταν όλο αντιλογίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιλογίας — ἀντιλογίᾱς , ἀντιλογία contradiction fem acc pl ἀντιλογίᾱς , ἀντιλογία contradiction fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλογίαι — ἀντιλογία contradiction fem nom/voc pl ἀντιλογίᾱͅ , ἀντιλογία contradiction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλογίαν — ἀντιλογίᾱν , ἀντιλογία contradiction fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλογιῶν — ἀντιλογία contradiction fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλογίαις — ἀντιλογία contradiction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλογίην — ἀντιλογία contradiction fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλογίης — ἀντιλογία contradiction fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»